Παράλληλη αναζήτηση
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπρεπο [áprepo] το,
- indecent, improper, unbecoming behavior:
- δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το ~ απ' αυτό που της άρεσε (Karkavitsas) |
- δεν υπάρχει λογικός συγκρατημός, φόβος, συνείδηση του πρεπούμενου και του άπρεπου (Karagatsis) |
- poem και συ κόρη .. | ~, στου πατέρα σου ν' αντιμιλάς τη γνώμη (Agras)
[substantiv. n of άπρεπος]
- indecent, improper, unbecoming behavior:
[Λεξικό Κριαρά]
- απρεπολογία η.
-
- Aκοσμία στην ομιλία:
- να μη μανθάνουν … τίποτε από την … απρεπολογίαν των βαρβάρων (Σοφιαν., Παιδαγ. 100).
[<επίθ. απρεπής + ουσ. λόγος]
- Aκοσμία στην ομιλία:
[Λεξικό Κριαρά]
- άπρεπος, επίθ.
-
- 1) Aταίριαστος, ανάρμοστος:
- πράμ’ άπρεπο (Eρωτόκρ. B´ 2018)·
- με τρόπον … άπρεπον (Σουμμ., Pεμπελ. 164).
- 2) Aντικανονικός:
- εξόδους … απρέπους (Mαχ. 14012).
[<αρχ. επίθ. απρεπής. H λ. και σήμ.]
- 1) Aταίριαστος, ανάρμοστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άπρεπος -η -ο [áprepos] Ε5 : απρεπής: Tα λόγια σου είναι άπρεπα. Έκανε έναν άπρεπο μορφασμό. || άσεμνος: Tο ντύσιμό της είναι άπρεπο. Έλεγε άπρεπα αστεία.
άπρεπα ΕΠIΡΡ: Συμπεριφέρθηκε πολύ ~. Ήταν ~ ντυμένη, άσεμνα. [μσν. άπρεπος < αρχ. ἀπρεπ(ής) μεταπλ. -ος και μετακ. τόνου κατά τα επίθ. με στερ. α- 1]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπρεπος, -η, -ο [áprepos]
- ① = απρεπής:
- ~ θεσμός, λόγος, τρόπος, υπότιτλος |
- άπρεπη γνώμη, δημοσίευση, ερώτηση, λαιμαργία, συμπεριφορά, τόλμη |
- άπρεπο αστείο, όνομα, φέρσιμο |
- άπρεπες δαπάνες, διαβολιές, επιδείξεις, κουβέντες |
- άπρεπα καμώματα, στολίδια |
- η τελευταία της χειρονομία προς εμέ ήταν ένα κίνημα απότομο, σκληρό, αρνητικό, άπρεπο (Palam) |
- το να γράφουν κωμωδίες τους φαινόταν κάτι τόσο άπρεπο και τόσο χυδαίο, που ένας νόμος το απαγόρευε στους αρεοπαγίτες (Moustoxydis) |
- δεν είναι αλήθεια άπρεπο για έναν ήρωα να δείχνει τόσην αγάπη στο φαγοπότι; (Kakridis) |
- δεν ήταν από κείνους που αγαπούσαν τα ξαδιάντροπα πειράγματα, τ' άπρεπα λόγια (Panagiotop) poem δούλε, τα χείλια σφάλντα τ' άπρεπα και ξόρκισε το γέλιο! (Kazantz Od 17.560)
- ② substantiv. m ο ~ unsightly or ugly person (syn ο άσχημος):
- prov δεν πρέπει τ' άπρεπου στολή και του γαϊδάρου σέλλα, | μα ούτε και του γέροντα να παίζει με κοπέλλα (Kephall)
[fr postmed ← MG άπρεπος, der of απρεπής]
- ① = απρεπής:



