Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άποικος ο [ápikos] Ο19 θηλ. άποικος [ápikos] Ο36 : αυτός που είναι εγκατεστημένος και ζει σε αποικία: Οι Έλληνες άποικοι της M. Aσίας.
[λόγ. < αρχ. ἄποικος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άποικος [ápikos] ο, (L)
- ① colonist, settler:
- έφερε λίγες φαμίλιες άποικους και στήσανε τα πρώτα καλύβια του Λος Άντζελες (Venezis) |
- παράμειναν γεροί οι δεσμοί των αποίκων με τα ιωνικά παράλια (Bakalakis) |
- οι Aλβανοί είχαν αρχίσει να εισδύουν στις βόρειες ελληνικές χώρες ως άποικοι (Vacalop) |
- τα μεταλλεία, τα δάση της επαρχίας αρκούν να θρέψουν χιλιάδες νέους αποίκους (Athanasiadis-N)
- ② foreign subject of a colonialist power:
- ο μικρός αριθμός των Kυπρίων που ξέρουν αγγλικά είναι δείγμα των διαθέσεων της αυτοκρατορίας προς τους αποίκους της (Palaiologos, adapted)
[fr kath άποικος ← postmed (Somavera) ← K (also pap), AG]
- ① colonist, settler:



