Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άπλωσις η.
-
- Άπλωμα· πιάσιμο:
- άπλωσις των γενιών (Xούμνου, Kοσμογ. 2085).
[μτγν. ουσ. άπλωσις. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (‑ση)]
- Άπλωμα· πιάσιμο:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μτγν. ουσ. άπλωσις. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (‑ση)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |