Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπλωσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
άπλωσις η.
  • Άπλωμα· πιάσιμο:
    • άπλωσις των γενιών (Xούμνου, Kοσμογ. 2085).

[μτγν. ουσ. άπλωσις. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες