Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπλοια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άπλοια η [áplia] Ο27 (χωρίς πληθ.) : η αναγκαστική παραμονή στο λιμάνι λόγω κακοκαιρίας.

[λόγ. < αρχ. ἄπλοια]

[Λεξικό Γεωργακά]
άπλοια [áplia] η, (L) naut
  • weather unsuitable for sailing

[fr kath άπλοια ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες