Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπληστα [áplista] adv (L)
- ① insatiably, voraciously, greedily, hungrily (syn ακόρεστα 1, αχόρταγα, λαίμαργα):
- τρώει ~ |
- το μωρό βυζαίνει ~ |
- άρπαξε πάλι το παγούρι, ρούφηξε ~ πολλές γουλιές .. (Patatzis)
- ② fig avidly, eagerly, passionately (syn ακόρεστα 2, αχόρταγα, λαίμαργα):
- διαβάζω, κοιτάζω, κουβεντιάζω ~ |
- της άρπαζε το χέρι και το κολλούσε ~ στο στόμα του (Xenop) |
- έγερνε μπρος ακούγοντας ~ τον Mπερκούτη (Terzakis) |
- τα μάτια μας χαίρονται ~ το θέαμα (Papanoutsos) |
- αναπνέει κανείς εδώ ~ τον καθαρό αέρα (Varelas)
[der of άπληστος; cf AG ἄπληστα (inscr) & kath απλήστως ← AG]
- ① insatiably, voraciously, greedily, hungrily (syn ακόρεστα 1, αχόρταγα, λαίμαργα):



