Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπλετα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άπλετα [ápleta] adv (L)
  • illuminatingly, brilliantly (near-syn άφθονα):
    • ~ φωτισμένο εστιατόριο, κατάστημα, πλοίο |
    • το μυστήριο θα φωτισθεί ~ |
    • το άνοιγμα της σπηλιάς επιτρέπει στο φως να εισχωρεί ~ (Ouranis)

[der of άπλετος; cf kath απλέτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες