Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπλετα [ápleta] adv (L)
- illuminatingly, brilliantly (near-syn άφθονα):
- ~ φωτισμένο εστιατόριο, κατάστημα, πλοίο |
- το μυστήριο θα φωτισθεί ~ |
- το άνοιγμα της σπηλιάς επιτρέπει στο φως να εισχωρεί ~ (Ouranis)
[der of άπλετος; cf kath απλέτως]
- illuminatingly, brilliantly (near-syn άφθονα):



