Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπιστη [ápisti] η,
- woman unfaithful to her husband:
- ο σύζυγος αφήνει το κλειδί στην πόρτα και, όταν η ~ γυρίζει, δεν μπορεί να πάει στο δωμάτιό της (Melas) |
- ο σύζυγος δεν προφύλαξε την άπιστή του από τον εξευτελισμό (Palaiologos) |
- α δεν τους χώριζε η σιδεριά, θαν τη σκότωνε την ~ κειδαχάμου (Panagiotop)
[substantiv. f of άπιστος]
- woman unfaithful to her husband: