Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπιος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
άπιος, επίθ.
  • Που δεν έχει πιει, διψασμένος:
    • άφαγος, άπιος άνθρωπος (Iμπ. 678).

[<στερ. α‑ + αόρ. του πίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες