Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άπαπα
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άπαπα [ápapa] επιφ. : για έντονη, κατηγορηματική άρνηση.

[ηχομιμ. (πρβ. αρχ. ἀππαπαῖ επιφ. θλίψης)]

[Λεξικό Κριαρά]
άπαπα, επιφ.
  • Ω! αλίμονο:
    • (Xρησμ. I 100).

[<αρχ. επίρρ. αππαπαί. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άπαπα [ápapa] excl
  • ① (of refusal) no way!:
    • ~, δεν έρχομαι (Psathas)
  • ② (of disgust) yuk!, ugh!:
    • είχε μια βρώμα στο σπίτι του, ~, να σου 'ρχεται να κάνεις εμετό

[fr MG (Kriaras' Lex) άπαπα, this in turn perh fr AG ἄπαπαι (ἄππαπαι)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go