Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπαντες
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άπαντες [ápandes] adj m pl (L)
  • all, everyone (syn όλοι):
    • διέταξε να παραταχθούν ~ οι στρατιώτες στο προαύλιο |
    • naut ~ στο κατάστρωμα all hands on deck

[fr kath άπαντες n pl of άπας ← MG ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες