Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπαντες [ápandes] adj m pl (L)
- all, everyone (syn όλοι):
- διέταξε να παραταχθούν ~ οι στρατιώτες στο προαύλιο |
- naut ~ στο κατάστρωμα all hands on deck
[fr kath άπαντες n pl of άπας ← MG ← K (also pap), AG]
- all, everyone (syn όλοι):



