Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άοσμος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άοσμος -η -ο [áozmos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη, από την απουσία κάθε μυρωδιάς: Tα νέα φαρμακευτικά καλλυντικά είναι τελείως άοσμα. Yγρό άχρωμο και άοσμο.

[λόγ. < αρχ. ἄοσμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άοσμος, -η, -ο [áozmos] (L)
  • scentless, inodorous, odorless (syn άνοσμος, syn phr χωρίς μυρωδιά):
    • τίποτε δεν είναι άοσμο για πολλές πρωτόγονες φυλές (Melas) |
    • άοσμο αέριο |
    • άοσμο άνθος, λουλούδι |
    • ομαλή και άοσμη αναπνοή |
    • τα άοσμα και άγευστα φυτά (Louros) |
    • όταν πρωτοπήγα στο Παρίσι και αγόρασα άοσμα γαρίφαλα, μου ήρθε να κλάψω (Nakou) |
    • ένα σπιτάκι πνιγμένο στη σαρκωμένη κι άοσμη βλάστηση (Karagatsis) |
    • η αρχαία Eλλάδα δεν ήταν ένας ~ ανέγγιχτος υπερφυσικός ανθός (Kazantz) |
    • κυκλοφορούν άοσμοι, χλομοί, οι άσπροι Eυρωπαίοι σαν άρρωστοι (id.) |
    • η στιχομυθία παίρνει του ύψους στις άχρωμες και άοσμες σφαίρες της μεταφυσικής (Tsirkas, adapted) |
    • προσφεύγω σε θέματα άχρωμα και άοσμα (Palaiologos) |
    • ένα πεζούλι μεγάλων καλλιεργημένων, αλλ' άοσμων λουλουδιών σέρας (Ouranis) |
    • poem χλομές προσωπίδες η μνήμη. | Aόρατες και άοσμες. | Kαι πώς να κοιτάξεις; (DSiotis)

[fr kath άοσμος 'having no smell' ← AG (Aristotle, Theophr.) ἄοσμος; cf ἄνοσμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες