Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άοκνα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άοκνα [áokna] adv (L)
  • indefatigably, tirelessly, assiduously (syn δραστήρια, ant νωθρά, οκνηρά):
    • υπηρέτησε ~ την επιστήμη του |
    • το σωματείο ~ εργάζεται, για να κρατεί ζωηρή την πνευματική κίνηση του τόπου (Papanoutsos) |
    • η πολιτεία ~ θα εργάζεται να εκτοπίζει τον εγωισμό από τους χώρους που κατέχει και να τον περιορίζει στο ελάχιστο (Tsatsos)

[der of άοκνος; cf kath αόκνως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες