Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άοκνα [áokna] adv (L)
- indefatigably, tirelessly, assiduously (syn δραστήρια, ant νωθρά, οκνηρά):
- υπηρέτησε ~ την επιστήμη του |
- το σωματείο ~ εργάζεται, για να κρατεί ζωηρή την πνευματική κίνηση του τόπου (Papanoutsos) |
- η πολιτεία ~ θα εργάζεται να εκτοπίζει τον εγωισμό από τους χώρους που κατέχει και να τον περιορίζει στο ελάχιστο (Tsatsos)
[der of άοκνος; cf kath αόκνως]
- indefatigably, tirelessly, assiduously (syn δραστήρια, ant νωθρά, οκνηρά):



