Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άξεστα [áksesta] adv
- in an uncouth manner, impolitely, rudely (syn phr με αγένεια, με άξεστο τρόπο):
- ο υπάλληλος μας φέρθηκε πολύ ~
[der of άξεστος2; cf kath (neol Koumanoudis) αξέστως]
- in an uncouth manner, impolitely, rudely (syn phr με αγένεια, με άξεστο τρόπο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξεστάχυαστος, -η, -ο [aksestá jastos] agric
- of which the ear has not formed, unripened (of cereals etc) (ant ξεσταχυασμένος):
- σπαρτά, χωράφια αξεστάχυαστα
- ⓐ immature, very young (syn ασχημάτιστος):
- κορίτσι, αγόρι αξεστάχυαστο
- ⓑ being in one's prime (near-syn ακμαίος 1):
- η κυρία αυτή είναι αξεστάχυαστη, κρατιέται ακόμη καλά
[cpd w. *ξεσταχυαστός (: ξεσταχυάζω)]
- of which the ear has not formed, unripened (of cereals etc) (ant ξεσταχυασμένος):



