Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άξαφνος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άξαφνος -η -ο [áksafnos] Ε5 : (λαϊκότρ.) ξαφνικός. || (ως ουσ.) το άξαφνο, απροσδόκητο κακό: Πώς μας βρήκε αυτό το άξαφνο! (έκφρ.) ήταν από τ΄ άξαφνα, από τα αναπάντεχα. άξαφνα ΕΠIΡΡ: Tι του ήρθε ~ κι έφυ γε;

[μσν. άξαφν(α) -ος < έξαφνα (ε- > ίσως από φρ. στα έξαφνα, αποφυγή της χασμ. και ανασυλλ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άξαφνος, -η, -ο [áksafnos]
  • ① sudden (syn έξαφνος, ξαφνικός, αιφνίδιος):
    • ~ άνεμος, πυρετός |
    • άξαφνη έμπνευση, νεροποντή, χαραυγή |
    • άξαφνο ανατρίχιασμα, φτερούγισμα |
    • άξαφνη κι ακατανίκητη όρεξη |
    • ένα κενό του αέρα ή ένας ~ κλυδωνισμός του αεροπλάνου τούς φέρνει πάντα την ψυχή στα χείλη (Ouranis) |
    • η θεατρική συγκίνηση είναι άξαφνη .., το τραγικό περιστατικό ενεργεί πάνω σας άξαφνα, σαν κεραυνός (Moustoxydis) |
    • η εξέλιξη γίνεται με άλματα διαδοχικά, με αποκαλύψεις άξαφνες του δημιουργικού πνεύματος (Michelis) |
    • poem ω οι άξαφνες πνοές της γης, που μες στα στήθια μου χυμάν | κι ακέρια με κλονίζουν (Sikel) |
    • πότε συννέφιασε | δεν πρόλαβε κανείς να το προσέξει | και να που ξέσπασε άξαφνη η βροχή! (Barlas)
  • ② unexpected, unforeseen (syn ξαφνικός, near-syn L απροσδόκητος):
    • την ώρα τούτη μού έρχεται το άξαφνο μήνυμα |
    • πέθανε ο Παπαδιαμάντης (Palam) |
    • αυτό το ακαταμέτρητο βάθος της άξαφνης συμφοράς, που ξεκίνησε εκεί που κανείς δεν το περίμενε, αυτό ήταν που γέμισε με τρόμο το λαό της Pώμης (Stasinop) |
    • poem ποτέ δεν πίστευε πως θα 'χε γι' αυτόν ο πόλεμος | τέτοιο άξαφνο φαρμάκι (Vlachogiannis) |
    • η παρουσία σου λίγη· μα είχε, ω φίλη, | τη χάρη που έχει το ~ φιλί (MZotos)

[der of LMG άξαφνα (17th c.) ← MG άξαφνα/έξαφνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες