Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άνων
19 items total [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
άνων, επίρρ.,
βλ. άνω.
[Λεξικό Γεωργακά]
ανωνίδα [anoníDa] η, (& αλωνίδα) bot
  • any of several herbs of the genus Ononis, restharrow, as Ononis antiquorum (syn αλωνίδα, γαλινιά) Ononis pubescens (syn βαλσαμόχορτο) Ononis spinosa (syn βοϊδάγκαθο) etc

[fr K ἀνωνίς (Diosc.) ← K ἄνωνις (bes ὄνωνις)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανώνυμα [anónima] adv (L)
  • ① without giving one's name, anonymously (ant επώνυμα):
    • δημοσίευσε το βιβλίο του ~ |
    • εξέδωσε ~μια ανθολογία |
    • έστειλε ~ένα ποσόν στην εφημερίδα |
    • η ένσταση έγινε ~ |
    • να πολεμήσεις, ακόμα κι ~, για να μη σβήσει η σπίθα της ανθρωπιάς από τον κόσμο (Roufos) |
    • η επιβολή της δημοτικής δεν είναι έργο της κοινωνίας ~ .. αλλά έργο όλων μας (Papanoutsos) |
    • η αλήθεια δεν αποκαλύπτεται πλέον ~ από τη μυθική παράδοση, αλλά ανακαλύπτεται προσωπικά από τον άνθρωπο (id.)
  • ② without naming or being named, namelessly, anonymously:
    • ο επιστολογράφος αναφέρει τα περιοδικά αόριστα κι ~ |
    • το πρόσωπο αυτό κυκλοφορεί ~μέσα στο βιβλίο (Sachinis) |
    • κείτονται όλοι ανώνυμοι και ~ και συμβατικά τούς περνάει ο θρύλος (Koumantareas)

[der of ανώνυμος; cf kath ανωνύμως]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανωνυμία η [anonimía] Ο25 : 1α.απόκρυψη ή άγνοια του ονόματος κάποιου προσώπου: Ο δωρητής θέλησε να κρατήσει την ~ του. Kρύβεται πίσω από την ~, για να συκοφαντεί ανενόχλητος. β. έλλειψη ονόματος: H ~ ενός δρόμου. || H ~ χρηματιστηριακών τίτλων, όταν δεν αναφέρεται το όνομα του κατόχου τους. 2. η ιδιότητα εκείνου που είναι ανώνυμος, άσημος: H ~ του πλήθους. Προσπάθησε να ξεφύγει από την ~ και να γίνει γνωστός σε όλη την Ελλάδα. || H ~ των μεγαλουπόλεων, όπου το άτομο είναι μια ανώνυμη μονάδα.

[λόγ. < ελνστ. ἀνωνυμία `έλλειψη ονόματος΄ κατά τη σημ. της λ. ανώνυμος1]

[Λεξικό Κριαρά]
ανωνυμία η.
  • Έλλειψη «ονόματος», φήμης· αφάνεια:
    • (Bίος Aλ. 5422).

[μτγν. ουσ. ανωνυμία. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανωνυμία [anonimía] η, (L)
  • ① non-designation by name, anonymity, namelessness:
    • ~ ενός ζωγράφου |
    • πρόσωπα που κατέχουν υψηλές θέσεις θέλουν να διατηρηθεί η ~ τους |
    • οι συντάκτες του κειμένου θέλησαν να προστατεύσουν τη μετριοφροσύνη τους με το σεμνό πέπλο της ανωνυμίας |
    • η ~ των ηρώων είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του παραμυθιού (Kakridis) |
    • το απλό όνομα ενός ανθρώπου είναι ισοδύναμο με την ~, όταν δεν ξέρουμε τίποτε από τη ζωή του (Karouzos)
  • ⓐ state of being anonymous (of works of literature, art etc), anonymity:
    • η ~ ενός έργου ζωγραφικής |
    • η πολυσυζητημένη ~ της "Eλληνικής Nομαρχίας" |
    • η βυζαντινή τέχνη χαρακτηρίζεται από μια επίμονη ~ (Kanellop, adapted) |
    • τα μεγάλα διεθνή φύλλα οφείλουν την ανάδειξή τους στην αυστηρή ~των άρθρων τους (Athanasiadis-N)
  • ② anonymity (through absence of individuality, personality etc), anonymousness:
    • η ~ του πλήθους, του χακί |
    • οι μεγάλες πολιτείες ευνοούν την ~ |
    • η σύγχρονη εποχή είναι η εποχή της ανωνυμίας |
    • η ύπαρξη είναι ο δραματικός αγώνας του συγκεκριμένου ανθρώπου να αποδράσει από την ~ (Papanoutsos) |
    • ο άνθρωπος με τα έργα και τη φήμη του ξεφεύγει από την ~ και την ασημότητα (Evelpidis) |
    • οι λαοί, όταν κινούνται από την ~ και την αδιαφορία στο όνομα και στον χαρακτήρα, κατευθύνονται από την ανελευθερία στην ελευθερία (Theodorakop)

[fr kath ανωνυμία ← MG ← K ἀνωνυμία (Aratus)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανώνυμο [anónimo] το, (L)
  • anonymousness, anonymity:
    • το ~, το απρόσωπο, το μασκαρεμένο έχει γίνει ο κύριος θεσμός του κράτους (Papantoniou, adapted)

[substantiv. n of ανώνυμος2]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανωνυμογραφία η [anonimoγrafía] Ο25 : η δημοσίευση ή η αποστολή ανώνυμων επιστολών ή άλλων κειμένων.

[λόγ. ανωνυμογράφ(ος) -ία]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανωνυμογραφία [anonimoγrafía] η, (L)
  • writing (letters, literature etc) anonymously:
    • κύμα ανωνυμογραφίας |
    • η ~ ταιριάζει στην κλασικότροπη συνείδηση του Kοραή (Dimaras)

[fr kath (neol Koumanoudis) ανωνυμογραφία, der of ανωνυμογράφος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανωνυμογράφος ο [anonimoγráfos] Ο18 : αυτός που δημοσιεύει ή που στέλνει ανώνυμες επιστολές ή άλλα κείμενα, συνήθ. μειωτικά, για κπ. που δεν έχει το θάρρος να αποκαλύψει το όνομά του.

[λόγ. ανώνυμ(ος) -ο- + -γράφος]

< Previous   [1] 2   Next >
Go to page:Go