Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άνυσμα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άνυσμα το [ánizma] Ο49 : (μαθημ.) μέγεθος που για να οριστεί πρέπει να είναι γνωστή η τιμή του, η διεύθυνση και η φορά του· διάνυσμα: Aρχή / πέρας / μήκος ανύσματος. (φυσ.) ~ θέσης.

[λόγ. < ελνστ. ἄνυσμα `επιτέλεση΄ σημδ. γαλλ. vecteur]

[Λεξικό Γεωργακά]
άνυσμα [ánizma] το, (L) math
  • & phys etc vector quantity, vector (syn διάνυσμα):
    • ελεύθερο ~ |
    • κατεύθυνση ανύσματος |
    • ορισμένες φυσικές έννοιες όπως η δύναμη, η ροπή, η ταχύτητα κλ μπορούν να παρασταθούν εποπτικά με ανύσματα

[fr kath άνυσμα ← K άνυσμα 'accomplishment']

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανυσματικός -ή -ό [anizmatikós] Ε1 : (μαθημ.) που αναφέρεται στο άνυσμα· διανυσματικός: ~ χώρος. Aνυσματικό μέγεθος.

[λόγ. ανυσματ- (άνυσμα) -ικός μτφρδ. γαλλ. vectorial]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανυσματικός, -ή, -ό [anizmatikós] (L)
  • math, phys etc of, or relating to, a vector quantity or vectors, vectorial (syn διανυσματικός):
    • ~ χώρος |
    • ανυσματική ποσότητα, συσχέτιση

[fr kath (neol) ανυσματικός, der of άνυσμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες