Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άνοστα
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Γεωργακά]
άνοστα [ánosta] adv
  • tastelessly, unattractively, ungracefully (ant νόστιμα):
    • γελά, μιλεί ~ |
    • την έπιασε τόσο ~ στην τραπεζαρία (Psichari) |
    • φορούσε ένα χειμώνα ολάκερο την ίδια γραβάτα κι αυτήν δεμένην ~, ένα κόμπο σαν το κεφάλι της καρφίτσας (Terzakis) |
    • τι ~ που γράφανε οι καημένοι και τι περίεργα που μιλούσανε (KPapa) |
    • σ' άλο άρμα άλλοι, κακομασκαρεμένοι, χειρονομούσαν ~ υποδυόμενοι, λέει, παλιούς τρελούς της Aθήνας (Psathas)

[fr LMG άνοστα (Du Cange), der of άνοστος]

[Λεξικό Κριαρά]
ανοστάγρα η.
  • (Στον πληθ.) ανόητα λόγια, επιπολαιότητες:
    • (Φορτουν. A´ 223).

[<επίθ. άνοστος + κατάλ. άγρα]

[Λεξικό Κριαρά]
ανοστάδα η.
  • (Mεταφ.) απέχθεια:
    • χωριάτη, αδιάντροπε …, του κόσμου ανοστάδα (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [1233]).

[<επίθ. άνοστος + κατάλ. άδα. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανοσταίνω [anosténo] Ρ7.4α : 1α.γίνομαι άνοστος, άγευστος, χάνω την ιδιαίτερη γεύση, τη νοστιμιά μου: Mην το βράζεις πάρα πολύ το κρέας γιατί ανοσταίνει. β. (μτφ.) γίνομαι άνοστοςβ, άχαρος: Όσο πάει κι ανοσταίνουν τ΄ αστεία του. 2α. κάνω κτ. άνοστο. β. (μτφ.) κάνω κπ. ή κτ. να φαίνεται άνοστοςβ, άχαρος: Aυτό το κοστούμι τον ανοσταίνει.

[άνοστ(ος) -αίνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοσταίνω [anosténo] (sp. also ανοστένω) aor ανόστυνα (subj ανοστύνω), ppp ανοστυμένος
  • ① render sth tasteless or insipid (syn ανοστεύω, ανοστίζω, ant νοστιμεύω, νοστιμίζω):
    • το λίπος ανοσταίνει το φαΐ |
    • μη βάζεις πολύ νερό στο φαΐ, θα τ' ανοστύνεις |
    • η σάλτσα αυτή το ανόστυνε το φαΐ |
    • το φαΐ της σωλήνας (of the mollusk solen) είναι νόστιμο, θέλει όμως πολύ βράσιμο και απαιτείται επανειλημμένο πλύσιμο από την άμμο με το ίδιο πάντα νερό, διότι τα πολλά νερά τις ανοσταίνουν τις σωλήνες (Potamianos)
  • ⓐ intr become tasteless, insipid (syn ανοστεύω 1b, ανοστίζω 1b):
    • ανόστυνε το φαΐ, το πεπόνι |
    • ανόστυναν τα σταφύλια, τα σύκα
  • ② fig render unattractive, ungraceful or ugly (syn ανοστεύω 2, ανοστίζω 2, ant νοστιμεύω, ομορφαίνω):
    • την ανόστυνε η αρρώστια
  • ⓑ intr become unattractive, ungraceful or ugly:
    • όταν μεγάλωσε ανόστυνε το κορίτσι

[fr MG *ανοστύνω, der of άνοστος, and pres ανοστένω by anal.; cf πάχυνα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανοστανάλατος -η -ο [anostanálatos] Ε5 : α.που είναι ανάλατος και συνεπώς άνοστος. β. (μτφ.) άχαρος, σαχλός: Aνοστανάλατες κουβέντες.

[άνοστ(ος) + ανάλατος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοστανάλατος, -η, -ο [anostanálatos] (& Dimitrakos ανοστανάλαδος)
  • ① tasteless, insipid (syn άνοστος, ανούσιος):
    • ανοστανάλατο φαΐ
  • ② fig ungraceful, unattractive (syn αηδής, αποκρουστικός, σαχλός):
    • πίσω έστεκε ο αντίπαλός του, βαρύ γεροντάκι, .. άχαρος πάντα και αδέξιος, ~ κι όταν κολάκευε τους ψηφοφόρους του κι όταν έστενε συζήτηση μαζί τους (Palam)

[cpd of άνοστος and ανάλατος; form ανοστανάλαδος cpd of άνοστος and ανάλαδος (cf ανάλαδο φαΐ, ανάλαδα χόρτα)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανοστάνθρωπος [anostánθropos] ο,
  • unattractive man

[cpd w. άνθρωπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες