Combined Search
| 6 items total [1 - 6] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άνομα, επίρρ.
-
- Aνόσια, παράνομα, αντικανονικά:
- ειδέ και πράξεις άνομα, πάντως εθανατώθης (Διγ. Α 479· Pοδολ. Δ´ 328).
[<επίθ. άνομος. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Aνόσια, παράνομα, αντικανονικά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνομα [ánoma] adv
- illegally, illegitimately, unlawfully (syn παράνομα, L παρανόμως):
- ζει ~ κι ανώφελα |
- εκμεταλλεύονται ~ την εργασία σας |
- χαίρεται τον πλούτο ~ |
- η Eλένη ~ μοιραζόταν το κρεβάτι ενός γέρου (Bastias) |
- ένας θετός γιος κατέχει ~ τον τίτλο του κληρονόμου |
- η δημιουργημένη κατάσταση, όσο ~ κι αν έχει δημιουργηθεί, αποτελεί πάντα ένα όπλο (Stasinop) |
- poem .. νεροποντή σα στέλνει | ο Δίας, καθώς τον πήρε η μάνητα κ' η οργή για τους ανθρώπους, | στην αγορά που κρίνουν ~, στραβά κρισολογώντας (Homer Il 16.387 Kaz-Kakr) |
- να μισείς όποιον άσπλαχνα κι ~ | των παιδιών σου το γέλιο σκοτώνει (Koukoulas)
[fr LMG (Somavera) ← MG άνομα, this perh fr AG ἄνομα (Eurip. Phoin. 379; A. Papadop ΛΔ 2.21]
- illegally, illegitimately, unlawfully (syn παράνομα, L παρανόμως):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανομάτες s. νομάτοι.
[Λεξικό Κριαρά]
- ανοματίζω,
- βλ. ονοματίζω.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανομάτιστος, -η, -ο [anomátistos]
- not named, unnamed, nameless (syn ανονόμαστος, ανονομάτιστος, ant ονοματισμένος):
- τ' ανομάτιστα χρώματα του δειλινού με τα περίσσια κάλλη στεφάνωναν μελαγχολικά τ' απέναντι βουνά (Xenop) |
- poem κανείς δεν έμεινε ~ ποτέ από τους ανθρώπους, | καν αχαμνόσογος καν άρχοντας, στον κόσμο μια και βρέθη (Homer Od 8.552 Kaz-Kakr)
[cpd of α- & *νοματιστός (: ονοματίζω) or fr αν-ονομάτιστος by haplol]
- not named, unnamed, nameless (syn ανονόμαστος, ανονομάτιστος, ant ονοματισμένος):
[Λεξικό Κριαρά]
- ανομάτοι οι,
- βλ. ονομάτοι.



