Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άνισα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
άνισα [ánisa] adv
  • ① in an uneven way, unevenly (syn L ανίσως):
    • ~ |
    • τις οικοδομές τις χτυπά ~ ο ήλιος |
    • παίζει ~ |
    • βιβλίο ~ και ακατάστατα γραμμένο, αλλά ζωντανό (Chatzinis) |
    • ακρότητες που κινούν ~ το πνεύμα
  • ② unequitably (syn L ανίσως1):
    • ιδιότυπη δημοκρατία .. όπου οι ατομικές ελευθερίες μοιράζονται πολύ ~ όπως κι ο πλούτος (Christidis EΣ)

[fr LMG (Somavera) άνισα, der of adj άνισος; cf ίσα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανισάριθμος, -η, -ο [anisáriθmos] (L)
  • of unequal number, unequal in number(s)

[fr kath ← AG ἀνισάριθμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go