Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άνθι
24 items total [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άνθι το [ánθι] Ο44 & ανθί το [anθí] Ο43 : (λογοτ.) το άνθος καλλωπιστικών ή οπωροφόρων φυτών· λουλούδι: Tο ~ της αμυγδαλιάς / λεμονιάς. Tα άνθια που τα ΄δειρε ο βοριάς.

[λόγ. επίδρ. στα άθι, αθί < μσν. άνθι, ανθί (αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] ) < ελνστ. ἄνθιον, ἀνθίον `λουλουδάκι΄]

[Λεξικό Κριαρά]
άνθι το· άθι· αθί.
  • Άνθος:
    • Το έδαφος με τ’ άνθια … στολισμένον (Διγ. Α 2836
    • ρόδο γή άθι άλλο (Πανώρ. Γ´ 81
    • (ως διακοσμητική παράσταση):
      • σφυριστή μάλαμα (ενν. η λυχνιά) ως το μερί της, ως το αθί της (Πεντ. Αρ. VIII 4).

[<πληθ. άνθη του ουσ. άνθος (πβ. και μτγν. ουσ. άνθιον). H λ. και ο τ. άθι και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, λ. ανθί)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άνθι [ánθi] το, (D)
  • ① bloom, blossom, flower (syn άνθος, λουλούδι):
    • ~ λεμονιάς, ροδακινιάς κλ |
    • κοντοστάθηκε και κοίταξε τα κλαδιά με τα περίεργα άνθια (NLoukop) |
    • έπεσε η ψυχούλα του σαν ~ της μηλιάς (Valetas) |
    • folks. κανελόριζα και ~ της κανέλας, | τι εκιτρίνισες και τ' είσαι χλωμιασμένη; (Theros) |
    • poem ο Aπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε, | κι όσ' άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ' άρματα σε κλειούνε (Solom) |
    • μαραζώνουν ξένα | τ' άνθια στο κελί (Palam) |
    • σα μυγδαλιά που είναι ντυμένη μόνο μ' άνθια (Sikel) |
    • και σεις, μυρτιές, ραντίστε μου το σκεφτικό κεφάλι | με τ' άνθια τα λευκά (Myrtiotissa) |
    • phr στ' ~ in flower, blossoming, flowering (syn στο άνθισμα, στην άνθιση) |
    • τ' αμπέλι, το δέντρο είναι πάνω στ' ~ του |
    • poem δεν είν' η δάφνη στ' ~ της απάνω, | αχ, δεν είν' απάνω στο άνθισμά της η ελιά; (Sikel)
  • ② fig the best part or example, flower:
    • ο τάδε είναι το ~ του τόπου |
    • ο άνθρωπος είναι το ~ του κόσμου |
    • αυτοί που τον ακούγανε ήταν μόνο άντρες, παλληκάρια, το ~ της λεβεντουριάς (Petsalis)

[fr MG άνθι (this fr άνθια ← άνθη-α, pl of άνθος); cf χείλι fr χείλια]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθίας [anθías] ο, (L) (& D αθιάς) ichth
  • the percoid fish Anthias anthias

[fr kath ανθίας ← AG, perh fr *ανθία after masculinization; cf ακανθίας, ξιφίας, Pοδία etc]

[Λεξικό Κριαρά]
ανθιβάλλω,
βλ. αθιβάλλω.
[Λεξικό Κριαρά]
ανθιβολή η,
βλ. αθιβολή.
[Λεξικό Γεωργακά]
ανθίβολο [anθívolo] το, (L) archit
  • pattern, model (syn αχνάρι, πατρόν, στάμπα):
    • η ίδια παράσταση επαναλήφθηκε με ~ στο νεώτερο στρώμα (Pallas) |
    • πώς θα κάμουν τ' ανθίβολα, τα πινέλα κλ (Papantoniou)

[fr ανθίβολον; cf MG αθιβόλιν bes αντιβόλιν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθίζομαι [anθízome] Ρ2.1β : (λαϊκ.) υποπτεύομαι, καταλαβαίνω· μυρίζομαι: Tα παραμύθια σου τ΄ ανθίστηκα πια τώρα, κατάλαβα τα ψέματά σου.

[άνθ(ος) -ίζομαι κατά το μυρίζομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθίζω [anθízo] Ρ2.1α μππ. ανθισμένος & ανθώ [anθó] Ρ10.9α : 1.(για το έδαφος ή τα φυτά) βγάζω άνθη, ανθοφορώ, γεμίζω λουλούδια: Tην άνοιξη ανθίζουν όλα τα φυτά. Tα κλαδιά των δέντρων είναι ανθισμένα. Άνθισε ο τόπος. 2. (μτφ., κυρ. στον τύπο ανθώ) βρίσκομαι σε ανάπτυξη, ακμάζω: Aνθούν τα γράμματα / οι τέχνες / οι επιστήμες. Tα οικονομικά του άνθισαν ξαφνικά.

[λόγ. επίδρ. στο αθίζω < μσν. αθίζω < αρχ. ἀνθίζω `στρώνω με λουλούδια΄ (αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] ), κατά τη σημ. του ανθώ· λόγ. επίδρ. στο αθώ < αρχ. ἀνθῶ (αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] )]

[Λεξικό Κριαρά]
ανθίζω· αθίζω· αθθίζω.
  • Α´ Aμτβ.
    • 1)
      • α) (Προκ. για άνθος) ανθίζω:
        • (Ch. pop. 378
      • β) βγάζω άνθος:
        • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 18020
        • η τύχη εθέλησε ξύλα ξερά ν’ ανθίσου (Eρωτόκρ. E´ 275
      • γ) είμαι γεμάτος άνθη:
        • οι ανθισμένοι κήποι (Tζάνε, Kρ. πόλ. 57011
        • στεφάνι ανθισμένον (Λίβ. Esc. 1038).
    • 2) (Mεταφ.) δυναμώνω:
      • Aν δώσει χάρην ο Θεός το θάρρος μου κι αθθίσει (Kυπρ. ερωτ. 1343).
    • 3) (Mεταφ.) βρίσκομαι σε ακμή, σε λάμψη:
      • το πρόσωπό σου … τ’ αθισμένο (Πιστ. βοσκ. I 1, 60
      • η αγάπη βρίσκεται ’ς κάθε καιρό ανθισμένη (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [879]).
  • Β´ Mτβ.
    • 1) Kάνω κ. να ανθίσει:
      • (Kυπρ. ερωτ. 11410).
    • 2) Bγάζω (άνθη):
      • το λιβάδιν ήνθισεν τριαντάφυλλα (Aχιλλ. N 975).

[αρχ. ανθίζω. O τ. αθί‑ στο Bλάχ. και σήμ. ποντ. O τ. αθθί‑ και σήμ. κυπρ. H λ. και σήμ.]

< Previous   [1] 2 3   Next >
Go to page:Go