Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άνηθος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άνηθος ο [ániθos] Ο20 & άνηθο το [ániθο] Ο41 (συνήθ. στον εν.) : ποώδες, αρωματικό φυτό που χρησιμοποιείται στη μαγειρική: Δώσε μου ένα ματσάκι άνηθο.

[μεταπλ. του ουδ. άνηθο σε αρσ. με βάση την αιτ.· αρχ. ἄνηθον]

[Λεξικό Κριαρά]
Άνηθος ο.
  • Προσωποπ. του ουσ. άνηθον:
    • (Πωρικ. I 32).
[Λεξικό Κριαρά]
ανηθόσπορος ο.
  • Σπόρος άνηθου:
    • (Ιατροσόφ. 868).

[<ουσ. άνηθον + σπόρος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανηθόσπορος [aniθósporos] ο,
  • dillseed

[cpd of άνηθο & σπόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες