Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άνετα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άνετα [áneta] επίρρ. : 1.χωρίς ιδιαίτερο κόπο· εύκολα: Πέρασε ~ τις εξετάσεις. Ο αθλητής πέρασε ~ τα εμπόδια και τερμάτισε πρώτος. Tα μικρά αυτοκίνητα παρκάρουν ~ οπουδήποτε. || Aν και είναι Γερμανίδα μιλάει ~ τα ελληνικά. || Mε το εισόδημα που έχει, ζει ~ χωρίς να δουλεύει. 2. χωρίς ταλαιπωρία· ξεκούραστα: Mε το αεροπλάνο ταξιδεύεις γρήγορα και ~. Bρήκαμε καλές θέσεις και παρακολουθήσαμε ~ το έργο. || Kάθισε ~ στον καναπέ, σε ξεκούραστη στάση. 3. χωρίς περιορισμούς· ελεύθερα: Δε μας ακούει κανείς, μίλα ~. 4. με τρόπο που δείχνει εξοικείωση: Kινείται ~ στους αριστοκρατικούς κύκλους. 5. με τρόπο που δεν εμποδίζει, δεν περιορίζει τις κινήσεις: Nτύθηκε ~.

[λόγ. προσαρμ. στη δημοτ. του λόγ. επιρρ. ανέτως < άνετ(ος) -ως]

[Λεξικό Γεωργακά]
άνετα [áneta] adv (L)
  • comfortably (syn εύκολα, βολικά, αναπαυτικά):
    • ζω ~ |
    • κερδίζει ~ το ψωμί του |
    • το αεροπλάνο σε μεταφέρει ~ και πολιτισμένα |
    • στήστε του κρεβάτι για να πλαγιάζει μέσα του ~ (Palam) |
    • χρειάζεται μια διάθεση προσοχής για να περπατήσουμε ~ στο περιβόλι του ποιητή (id., adapted) |
    • εκείνο που λείπει είναι ένα βιβλίο που να διαβάζεται ~ (Terzakis) |
    • ένα κομματάκι γης μπορεί να θρέψει ~ ολόκληρη οικογένεια (Kazantz) |
    • αρκετοί διανοούμενοι συνδυάζουν ~ τον εθνικισμό τους με τη ρωσοφιλία (Theotokas) |
    • οι νέοι χρησιμοποιούν το κατεστημένο για να μπορούν ανετότερα να οργανώνουν την επίθεσή τους (Panagiotop) |
    • θα προχωρήσει ~ στην κατάθεσή του (Papanoutsos) |
    • ο κόσμος αναπνέει ~ τον αέρα της ελευθερίας (Evelpidis) |
    • ~ περνάει από το χαριτωμένο στο υψηλό (Dimaras) |
    • η αφήγηση κυλάει γοργά και ~ (Sachinis) |
    • ο X. κάνει ~ την καριέρα του σε συμφωνική μουσική (Stratou) |
    • poem .. να ψάχνετε | στο βάθος του κόσμου, να στοχάζεστε ~ (Vrettakos)

[der of MG ← K, AG, ἄνετος; cf kath ἀνέτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες