Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άνεργος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
άνεργος, επίθ.· θηλ. ?ανέργα.
  • 1) Που δεν ενεργεί, που δεν εργάζεται, αδρανής, τεμπέλης:
    • (Φορτουν. Πρόλ. 23
    • την ανάπαψην … την άκαρπη κι ανέργα (Πιστ. βοσκ. IV 6, 40).
  • 2) Άπρακτος, που δεν πέτυχε το σκοπό του:
    • εστράφη άνεργος (Xρον. Mορ. H 8186).
  • 3) Που δεν ενεργεί αποτελεσματικά, που περιέρχεται σε αδράνεια:
    • (Φλώρ. 1769).
  • 4) Aκατέργαστος:
    • άφτιαστο, … και άνεργο ακόμη σίδερο (Πιστ. βοσκ. I 1, 329).

[αρχ. επίθ. άνεργος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άνεργος -η -ο [ánerγos] Ε5 : που δεν έχει ή που δε βρίσκει δουλειά (χωρίς τη θέλησή του): Άνεργοι νέοι. Άνεργες γυναίκες. Οι άνεργοι οικοδόμοι έκαναν πορεία διαμαρτυρίας. || (ως ουσ.) ο άνεργος: Στρατιές ανέργων.

[λόγ. < μσν. άνεργος `τεμπέλης΄ < αν- (δες α- 1) έργ(ο) -ος σημδ. γερμ. arbeitslos (διαφ. το αρχ. ἄνεργος `ακατέργαστος΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άνεργος1 [ánerγos] ο,
  • jobless man:
    • οι άνεργοι κάθονται στα παγκάκια του κήπου |
    • το αίσθημα της ματαιότητας είναι μικρόβιο που προσβάλλει τους άνεργους (TAthanasiadis) |
    • η κυβέρνηση ίδρυσε εργαστήρια για τους άνεργους (Kanellop) |
    • poem δίνε ψωμί στον άνεργο και μη τον λες τεμπέλη (Athanas)

[substantiv. m of άνεργος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
άνεργος2, -η, -ο [ánerγos] (L)
  • ① out of work, not working, unemployed, jobless, idle (syn L άεργος):
    • άνεργοι άντρες, ~ λαός |
    • έμεινε ~ πέντε μέρες |
    • είναι ~ και ψάχνει για δουλειά |
    • περνούσα τις μέρες μου τριγυρίζοντας ~ στο ευαγγελικό τοπίο (Theotokas) |
    • κάθομαι ~ και θωρώ τις σκηνές του δρόμου, το αραιό πήγαιν' έλα (Terzakis) |
    • οι καλόγριες δεν μένουν άνεργες (Panagiotop) |
    • πολλοί αξιωματικοί γύρευαν βαθμούς και ταξίματα και κάθονταν άνεργοι (Makryg) |
    • ένα ποσοστό μένει άνεργο ενώ υπάρχει ζήτηση για εξειδικευμένους εργάτες (Tsouderou) |
    • poem για να μη απομείνει [ο πειρασμός], ποτέ ~, ποτέ (Palam)
  • ② unused, unutilized, unutilizable (syn αχρησιμοποίητος):
    • άνεργο και δεμένο πλεούμενο |
    • το όπλο μένει άνεργο στα χέρια του δειλού πολεμιστή (Karkavitsas) |
    • και τ' άγιο χέρι απόμεινε άνεργο, κι ο Xάρος πάλι εστάθη (Kazantz Od 24.879) |
    • poem .. όλα μες στα βάθη μας μια δέηση τ' αρμονίζει | και παρατήσαμε άνεργα για λίγο τα κουπιά (Sikel)
  • ⓐ useless, needless (syn άχρηστος, ant χρήσιμος):
    • η αρρώστια δεν είναι το εμπόδιο που κράτησε τόσον καιρό το χέρι μου άνεργο (Palam) |
    • poem πού πας με το σαράβαλο χτηνό και τ' άνεργα άρματά σου; (Kazantz Od 20.85) |
    • δεν στάθηκαν πολλή ώρα | σε μιαν άνεργη απορία (Markoras)
  • ③ idle, unoccupied:
    • περνώ άνεργη ζωή, ημέρα, ώρα |
    • την άλλη μέρα την πέρασα άνεργη, βαργεστημένη (Karagatsis) |
    • όλοι τους βασανισμένοι από την άνεργη ζωή στο κάστρο (Vlachogiannis)

[fr MG άνεργος ← AG, cpd of pref ἀν- & ἔργον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες