Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άνεργα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
άνεργα [ánerγa] adv (L)
  • without work or occupation, idly:
    • να συμμαχήσει με τον Kύριο των δυνάμεων, να μη καθίσει παθητικά και ~ (Kazantz) |
    • να σκοτώσουν τους τρεις πρωτάρχους κυνηγάτορους και να τους συντυλίξουν | στα δίχτυα που ~ τόσον καιρό στους ώμους κουβαλούσαν (Kazantz Od 5.1143) |
    • τέτοιες σγουρές μερούκλες | να κάθονται ~ να μη μπορούν μαζί μου να χορέψουν; (ib 9.1215) |
    • ως μέλισσα που χάσει τον οσκρό, | αναδεύεις ~ κι οκνά (Sikel)

[der of MG άνεργος ← AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανέργαστος, -η, -ο [anérγastos] (L)
  • unworked, not worked out, unwrought, raw (syn ακατέργαστος, αδούλευτος, ant κατεργασμένος, δουλεμένος):
    • ανέργαστο δέρμα, μετάξι, μέταλλο |
    • μπήκε στο χαμώι και τ' αργαστήρι και σίμωσε τ' ανέργαστο ξυλοτράπεζο (Petimezas-L) |
    • poem ανθρωπομάνι αρίφνητο τους χαλινούς σου ζεύγει | που θρέφει μέλη ανέργαστα στα πέλαα και στην ξέρα (LAlexiou)

[fr AG ἀνέργαστος (: ByzG ανεργάζομαι, 4th c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες