Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άνδηρο το [ánδiro] Ο40 : (αρχιτ.) οριζόντια επιφάνεια που δημιουργείται συνήθ. σε πλαγιές βουνών ή λόφων, για να χτιστεί επάνω της ένα οικοδόμημα ή άλλη κατασκευή.
[λόγ. < αρχ. ἄνδηρον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνδηρο [án∂iro] το, (L) archit
- embankment (syn ανάχωμα) (raised) terrace:
- το ~ είναι ένα δάπεδο υπερυψωμένο (Michelis) |
- ο τοίχος εκτεινόταν σ' ολόκληρο σχεδόν το πλάτος του ιερού κ' εχρησίμευε, για να συγκρατεί το προς βορράν ευρύχωρο ~ με τους ναούς, ενμέρει κατασκευασμένο με επιχώσεις (Dakaris) |
- αμφιθεατρική τοποθέτηση των ναών επάνω σ' ένα υπερυψωμένο και ευρύχωρο ~, κάτι ανάλογο προς το προσκήνιο του θεάτρου (id.) |
- οι πολυποίκιλες εντυπώσεις από αγάλματα, .., αίθουσες, άνδηρα, κήπους, από ιστορία και τέχνη χτυπιούνται μεταξύ τους (Papantoniou) |
- η εκκλησάρισσα πρόβαλε στην άκρη του ανδήρου (Floros) |
- poem οι Ώρες που τον εκάλεσαν στα βάθη των ανδήρων, | αίμα η αρχαία του άγγισε ψυχή στα ξέπνοα φύλλα (Melachrinos) |
- λυκόφως, άνθη ημιθανή στο ~ και σιωπή | με τα ορφικά της δάκτυλα στους διάφωτους κροτάφους (KEmmanouil)
[fr kath άνδηρον (cf also ανδηροειδής in Koumanoudis) ← MG, LK άνδηρον (1st c. AD) ← AG (4th c. BC+); the word survives orally in various forms in a wide area of modern Greece (cf IΛ 2.259f.)]
- embankment (syn ανάχωμα) (raised) terrace: