Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άμωμος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
άμωμος, επίθ.
  • (Προκ. για την Παναγία) άψογος, άμεμπτος:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 226v).

[αρχ. επίθ. άμωμος. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άμωμος -η -ο [ámomos] Ε5 : (λόγ.) άψογος, άμεμπτος, ανεπίληπτος.

[λόγ. < αρχ. ἄμωμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άμωμος1 [ámomos] ο, (L) eccl
  • the 118th psalm, which begins άμωμοι εν οδώ, αλληλούια, chanted at funeral and memorial services:
    • idiom phr είναι για το άμωμοι εν οδώ is on his deathbed (syn είναι ετοιμοθάνατος) region. (& IVenizelos Παροιμίαι2 354, 33) |
    • ο τάδε πάει "άμωμοι εν οδώ" so-and-so is dead |
    • γίνεται μεγαλύτερη φιλοσοφία ετούτος ο καθρέφτης του άμωμοι εν οδώ (Papatsonis)

[fr MG ο άμωμος, substantiv. m of K (LXX, NT) άμωμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άμωμος2, -η, -ο [ámomos] (L)
  • immaculate, spotless, pure, unblamable, blameless (syn in L άμεμπτος):
    • άμωμα χέρια |
    • άμωμη κοινωνία, ~ και ιδανικός κόσμος |
    • ~ αέρας, ~ αιθέρας |
    • το μόνο άμωμο και απρόσωπο πάθος, το πάθος της ιδεάς (id.) |
    • άμωμοι στοχασμοί, άμωμη σιωπή (Tsatsos) |
    • την Aφροδίτη την έχει διαδεχθή στο νησί της (sc στα Kύθηρα) μια άλλη θεά, παρθένα και άμωμη· ο λευκός ναός που βλέπομε είναι το μοναστήρι της Παναγίας της Mυρτιδιώτισσας (Ouranis) |
    • το χρυσωμένο άγαλμα της Παναγίας |
    • μια αγάπη, μια συμπόνια, η στοργή της άμωμης μάνας (Panagiotop) |
    • θα την έμπαζε μέσα στα άμωμα εκείνα κορίτσια που έρχουνταν στο σπίτι μας; (Xenop) |
    • άμωμη σύλληψη immaculate conception |
    • άμωμη θυσία |
    • ο Oιδίπους επί Kολωνώ είναι η συμπάθεια, το άμωμο τούτο - το χριστιανικό - άνθος μέσα στην πολιτισμένη ψυχή της Aθήνας (Papantoniou) |
    • με άμωμη προσοχή ζωγραφίστηκε το θέμα τούτο στους ναούς του Όρους (id.) |
    • poem κι ο Yιός σου να κρατή την άμωμη ψυχή σου | ως τρυγόνα στα χεράκια (Papadiam) |
    • άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος κι ο Kριτόλαος (Kavafis) |
    • ~ παιάνας άπλωσε κι ως τον ήλιο εχύθη (Sikel) |
    • κι επαναφέρομαι στην όρχηση και στη μέθη | ~, ήρεμος και ύπερθεν τύψεων (Papatsonis)

[fr AG άμωμος, also K (OT, NT)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες