Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άμφια
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
άμφια s. άμφιο.
[Λεξικό Κριαρά]
αμφιάζω· αμφιέζω· αφιέζω.
  • Eπενδύω με κ., «ντύνω»:
    • Πυλώνας τε με καθαρόν ημφίασε χρυσίον (Διγ. Z 3861).

[μτγν. αμφιάζω. O τ. αμφιέζω <αόρ. ημφίεσα του αρχ. αμφιέννυμι (βλ. και L‑S)]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αμφιαράειο [amfiaráio] το, anc relig
  • temple of Amphiaraos

[fr AG Aμφιαράειον, der of Aμφιάραος]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αμφιάραος [amfiáraos] ο, anc relig
  • Amphiaraos, mythical hero worshipped in Oropos.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες