Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άμυαλη
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
άμυαλη [ámjali] η,
  • addleheaded, addlepated, scatterbrain female (syn η άμυαλη γυναίκα):
    • λίγο ακόμα και θα πήγαινε ο ίδιος να πάρη το ρολόι με την καδένα, που είχε ξεχάσει η ~ στην τουαλέτα ενός αγαπητικού! (Xenop) |
    • poem ω αίσχος μου! ω ντροπή της άμυαλης! πεθαίνω! (Rotas)

[substantiv. f of άμυαλος2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go