Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άμπωτη η [ámboti] Ο32 : η μία από τις δύο φάσεις της παλίρροιας, κατά την οποία αρχίζει να υποχωρεί η στάθμη της θάλασσας· το τράβηγμα των νερών, η φυρονεριά. ANT πλημμυρίδα.
[λόγ. < αρχ. ἄμπωτ(ις) μεταπλ. -η για προσαρμ. στη δημοτ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμπωτη [ámboti] η,
- ① falling tide, low tide, low water, ebb, ebb tide, reflux (syn αμπώτιδα 1, ρήχη [ελαφριά αμπώτιδα], φυρονεριά, ant μπασιά, πλημμυρίδα [also παλίρροια 2], φουσκονεριά; both parts of παλίρροια):
- folkt αυτό το λέμε πλημμύρα, φουσκοθαλασσιά, σαν ανεβαίνουνε τα νερά, ~, φυρονεριά, σαν κατεβαίνουνε |
- η θάλασσα σκέπαζε κι άδειαζε κάθε μέρα τον κόλπο σε μια διαρκή πλημμυρίδα και ~ (Ouranis) |
- poem στην ~, όταν τραβιούνται τα νερά | κι αρχίζουν να σαλεύουν τα σκουλήκια | μέσα στην άμμο (Dakou) |
- ακόμα οι φυλλωσιές | δεν είπαν το τραγούδι τους στην ~ (Koulouris)
- ② fig ebb, low ebb, lowest point, decrease to minimum (syn αμπώτιδα 2):
- οι υπερογκωμένες πολιτείες αναζητούν τον αντίστροφο δρόμο· ύστερ' από την πλημμυρίδα η ~ (Panagiotop) |
- σαν πλάσματα ονείρου που παίρνουν την υπόστασή τους από τους κυμαινόμενους ρυθμούς της κολπούμενης καμπύλης από τις μυστικές πηγές του διάχυτου φωτός κι από την πλημμύρα και ~ των χρωμάτων (Evangelidis) |
- κουδουνάκια της ρίμας, ~ και πλημμυρίδα των συνηχήσεων, ρυθμικές μορφές (cadences) διαδοχικά προσδοκώμενες και ασύμφωνες (Papanoutsos) |
- το επαναστατικό πνεύμα του Kαντ ανέκαθεν συνθλίβεται από ισχυρότατα ρεύματα (την ~ του δογματισμού και την παλίρροια του σκεπτικισμού) (id.) |
- poem τ' όνομά σου |
- ένα ελάφι βουλιαγμένο ως το γόνατο | σε μιαν ~ ήλιου (Vrettakos) |
- μείναμε μονάχα με την καρδιά, | ~ νιότης, | πλημμυρίδα πίκρας (Leontaris)
[fr AG ἄμπωτις]
- ① falling tide, low tide, low water, ebb, ebb tide, reflux (syn αμπώτιδα 1, ρήχη [ελαφριά αμπώτιδα], φυρονεριά, ant μπασιά, πλημμυρίδα [also παλίρροια 2], φουσκονεριά; both parts of παλίρροια):