Combined Search
| 82 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άμπελο η,
- βλ. άμπελος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπελο- [ambelo] & αμπελό- [ambeló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αμπελ- [ambel], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετα συνήθ. ονόματα. I1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. είναι μέρος του αμπελιού, του κλήματος: αμπελόβεργα, ~βλάσταρο, ~κλάδι, αμπελόριζα, αμπελόφυλλο. β. αφορά το αμπέλι, τα κλήματα: ~φύλακας, ~κλαδευτής. γ. είναι κατάλληλο για αμπέλι, αμπέλια: αμπελότοπος, αμπελόχωμα. || εργαλείο κατάλληλο για την περιποίηση του αμπελιού: ~κλαδευτήρι, ~μάχαιρο, ~τρύπανο, αμπελότσαπα. δ. προέρχεται από αμπέλι και όχι από κληματαριά: ~στάφυλα. 2. σε ονόματα: α. φυτών που φυτρώνουν, καλλιεργούνται στα αμπέλια: αμπελόπρασο. β. ζώων που έχουν κάποια σχέση με το αμπέλι, ζουν σ΄ αυτό, τρέφονται από αυτό κτλ.: αμπελόγατα, ~πούλι. 3. σε παρατακτικά σύνθετα: ~χώραφα, αμπέλια και χωράφια. II. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στην άμπελο: ~κόμος, αμπελουργός· ~δάφνη, αμπελόκισσος.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἀμπελ(ο)- θ. του ουσ. ἄμπελο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἀμπελ-ουργός, ελνστ. ἀμπε λό-πρασον, μσν. αμπελο-χώραφα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπελο- [ambelo] 1st me of cpds
- :
- αμπελοβάτραχος, αμπελόγατος, αμπελογή, αμπελοκούτσουρο, αμπελομάνα, αμπελομάχαιρο, αμπελόνερο, αμπελόπρασο, αμπελότρυγος, αμπελότσαπα
- etc
[fr άμπελος or αμπέλι]
[Λεξικό Κριαρά]
- αμπελοβάρδιν, αμπελοβάρδον το,
- βλ. μπαλουβάρδο.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπελόβεργα [ambelóverγa] η,
- branch of a grapevine (syn αμπελοκλάδι 1, αμπελόκλημα 2, βέργα, κληματόβεργα)
[cpd of αμπέλι & βέργα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπελογλείφτης [ambeloγlíftis] ο, entom
- vine borer, the weevil Ampeloglypter sesostris
[cpd w. γλείφτης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπελογραφία [ambeloγrafía] η, (L)
- ampelography
- ① description of a vineyard
- ② science describing the varieties of grapevines:
- ελληνική ~ |
- μαθήματα αμπελογραφίας |
- εργαστήριο αμπελογραφίας και αμπελουργίας
[cpd of άμπελος & -γραφία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπελοειδή τα [ambeloiδí] Ο (βλ. Ε10) : οικογένεια φυτών στην οποία ανήκουν τα διάφορα είδη της αμπέλου.
[λόγ. αμπελο- + -ειδή, ουδ. πληθ. του -ειδής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπελοκαλλιέργεια η [ambelokaliérjia] Ο27 : η καλλιέργεια του αμπελιού.
[λόγ. αμπελο- + -καλλιέργεια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπελοκαλλιέργεια [ambelokaliéryia] η, (L)
- grapevine growing, viticulture (syn αμπελοκομία, αμπελουργία, αμπελουργική 1):
- άσκησαν συστηματική ~ |
- οι προϊστορικοί λαοί δεν γνώριζαν την ~ (Platon) |
- οι Θιακοί εγκατέλειψαν την ~
[cpd w. καλλιέργεια]
- grapevine growing, viticulture (syn αμπελοκομία, αμπελουργία, αμπελουργική 1):



