Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άμπακος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
άμπακος ο.
  • Αριθμητική:
    • (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 86r).

[<ιταλ. abaco. Η λ. στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. και λαϊκ. (ΙΛ, Κριαρ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άμπακος [ámbakos] (& [ábakos]) ο, (& region. [E
  • pir, Sterea, Peloponn etc] άμπακας)
  • ① rare or obsol arithmetic and accounting (during Turkokratia) region.:
    • ήξερε τα φραντζέζικα και τον άμπακο (Vlami)
  • ⓐ Pythagorean table of multiplication
  • ② large quantity, plenitude, abundance:
    • idiom phr ξέρει τον άμπακο he knows a lot (syn είναι πολυμαθής, σοφός, έξυπνος) |
    • τρώει τον άμπακο is voracious |
    • έφαγε τον άμπακο ate too much (syn έφαγε τον κόρακα or τον περίδρομο) ; fig was beaten thoroughly (syn έφαγε της χρονιάς του) |
    • δύο μποτίλιες αρετσίνωτο έχει στραγγίξει τσουγκρίζοντας με τον Tσαγκαράκη, που κι αυτός ρούφηξε τον άμπακο (AKotzias) |
    • του 'ψαλε τον άμπακο he dressed him down, told him off, heaped insults on him (syn του ψαλε τον αναβαλλόμενο or τον εξάψαλμο)

[fr It abaco 'abacus, calculating frame' bes abbaco ← Lat abacus ← AG ἄβακα (acc sg): ἄβαξ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες