Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άμορφα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άμορφα [ámorfa] adv (L)
  • shapelessly, misshapenly, amorphously:
    • οι κοινωνίες εγέννησαν την ιστοριοκρατία πρώτα ~ και ύστερα την ανεγνώρισαν, αφού μέσα στα χέρια του ιστορικού πήρε μορφή (Dimaras) |
    • στις σελίδες ο στίχος συνονθυλευότανε άταχτα με τον πεζό λόγο κ' είχαν σπάταλα, απειθάρχητα, ~ διασκορπισθεί όσαν πέρασαν από το νου και την καρδιά της κοπέλας (Thrylos) |
    • οι γλυκόπικρες αναμνήσεις από τα περασμένα μας δίνονται στο βιβλίο ~ (Sachinis) |
    • δεν αφήνει τον εσωτερικό του κόσμο να ξεχύνεται ~ (id.)

[der of άμορφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες