Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμοιρη [ámiri] η,
- ① ill-fated, unfortunate or destitute woman, the wretched one (syn η άτυχη, η δύστυχη, η κακότυχη, η ταλαίπωρη):
- η ~, τι έπαθε! |
- η ~, τα βάσανα δεν της λείπουν ποτέ! |
- παντρεύτηκε μ' έναν ξένο, έφυγε στην Aίγυπτο κ' εκεί η ~ πέθανε |
- η ~ ήταν το βουβό πρόσωπο της τραγωδίας, που έκλαιγε κρυφά και κλεφτά πονούσε (Pancharalambidis) |
- η ~ δε μίλησε πια, κατάπιε τα δάκρυά της και σώπασε (Drosinis) |
- αχ! κακό μάτι παράστεκε στη χαρά της άμοιρης· δεν πέρασαν τρεις μέρες κ' έπεσε στο κρεβάτι (Karkavitsas) |
- το φάντασμα της Γαλαξιδιώτισσας στεκόταν στην πόρτα, σα να ήταν βρικολακιασμένη η ~ (Panagiotop) |
- κλαίγαν και ξεφωνίζανε οι άμοιρες ... κ' οι στρατιώτες τις σπρώχνανε και τις τραβολογούσαν (Petsalis) |
- και να μη μπορεί να πετάξει ελεύθερα σαν πεταλούδα να χαρεί τον κόσμο ...· πότε θα χαρεί τη ζωή της η ~! (Karmios) |
- poem είπε η Ψυχή |
- κ' εγώ είμαι η ~ | που παραδέρνω ανάμεσα στα δύο μακαρισμένα (Palam) |
- μυριόριζο, μυριόφυλλο κ' ευωδιαστό μου δάσο, | πώς να πιστέψω η ~ πώς μπόραε να σε χάσω; (Ritsos)
- ② a woman not having married and therefore considered unfortunate, spinster (syn η ανύπαντρη) region. (IonIol, Peloponn, Cycl, Chios, Samos etc):
- folks. και κάτσε με τις άμοιρες και κάτσε με τις χήρες (dirge; Triphylia)
[substantiv. f of άμοιρος]
- ① ill-fated, unfortunate or destitute woman, the wretched one (syn η άτυχη, η δύστυχη, η κακότυχη, η ταλαίπωρη):



