Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άμετρα, επίρρ.
-
- Xωρίς μέτρο, υπερβολικά, άφθονα:
- άμετρα θρηνάται (Διγ. O 891)·
- να τρω και να πίνει άμετρα (Aσσίζ. 1228).
[<επίθ. άμετρος. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Xωρίς μέτρο, υπερβολικά, άφθονα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμετρα [ámetra] adv
- extremely, exceedingly (syn αρίθμητα, αναρίθμητα, αμέτρητα, πάρα πολύ, υπερβολικά):
- κολακεύουν ~ τους ισχυρούς της ημέρας |
- ~ υπερβολικές οι ιδέες των νεοκαντιανών |
- το ~ φανταστικό |
- ένας λογογράφος γράφοντας ~ δεν είν' αναγκασμένος να τις μεταχειρίζεται (sc κάποιες λέξεις κοινότερες) (Demetrieis) |
- ο Kαραγάτσης καταναλίσκεται ~, χωρίς φειδώ, σε μια λυσσαλέα πάλη με το ανέφικτο (Chatzinis) poem [η φλόγα] κατατρώγει ωσάν τη σχίζα | τόπους ~ υψηλούς (Solom) |
- κλάψες ~ χυμένες (id.) |
- όμοια κ' εμέ η καρδιά μου, σαν ελύθη | στου πόθου της τον άνεμον ακέρια, | αναβακχεύτη κι εβρυχήθη (Sikel)
[fr MG ← ByzG άμετρα ← K ἄμετρα, der of AG ἄμετρος]
- extremely, exceedingly (syn αρίθμητα, αναρίθμητα, αμέτρητα, πάρα πολύ, υπερβολικά):



