Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμεμπτα [ámempta] adv (L)
- beyond reproach, irreprehensibly, impeccably, blamelessly, faultlessly (syn αψεγάδιαστα, άψογα,:
- ο νεαρός συμπεριφέρθηκε ~ |
- το έργο παίχτηκε ~ |
- το (κρατίδιο) Λιχτενστάιν δεν υπήρξε ~ φρόνιμο· έβαλε κι αυτό την ουρίτσα του στα διάφορα μεγάλα γεγονότα (Athanasiadis-N) |
- ~, στέρεα τραβηγμένο το βυζαντινό τόξο και πάνω του ο σταυρός (EAlexiou)
[der of άμεμπτος; cf AG, PatrG ἀμέμπτως]
- beyond reproach, irreprehensibly, impeccably, blamelessly, faultlessly (syn αψεγάδιαστα, άψογα,:



