Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άμεμπτα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
άμεμπτα [ámempta] adv (L)
  • beyond reproach, irreprehensibly, impeccably, blamelessly, faultlessly (syn αψεγάδιαστα, άψογα,:
    • ο νεαρός συμπεριφέρθηκε ~ |
    • το έργο παίχτηκε ~ |
    • το (κρατίδιο) Λιχτενστάιν δεν υπήρξε ~ φρόνιμο· έβαλε κι αυτό την ουρίτσα του στα διάφορα μεγάλα γεγονότα (Athanasiadis-N) |
    • ~, στέρεα τραβηγμένο το βυζαντινό τόξο και πάνω του ο σταυρός (EAlexiou)

[der of άμεμπτος; cf AG, PatrG ἀμέμπτως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go