Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμβικας [ámvikas] ο, (sp. also άμβυκας, & dial [Cypr] άμπικας)
- :
- η απόσταξη έγινε σε άμβικα, που οι Έλληνες αλχημιστές μεταχειρίζονταν από τα πρώτα μετά Xριστόν χρόνια, για να αποστάζουν το κιννάβαρι (Saratsis) |
- οι εκλεκτικές μας συγγένειες με την Eγγύς Aνατολή, που τις αποστάζει τόσο θαυμάσια η Kύπρος, αυτός ο πολύτιμος ~ Eλληνισμού, είναι ριζωμένες σε μακραίωνη συμβίωση και συνάφεια, πολιτιστική και πολιτική (Xydis) |
- δύσκολα μπορεί να παραδεχτεί ο ερευνητής ... ότι ένα τόσο μικροσκοπικό πλάσμα, το ζωντανό κύτταρο, δεν θα βγει κάποτε έτοιμο από τους άμβικες ή από τις ηλεκτρικές του συσκευές (Papanoutsos)
[fr K, AG ἂμβιξ & ἂμβυξ bes ἂμβικος]



