Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άμαχα, επίρρ.
-
- Χωρίς μάχη, ειρηνικά:
- αναπαμένος άμαχα ήτο στην αφεντιάν του (Ριμ. Απολλων. [1854]).
[<αρχ. επίθ. άμαχος (L‑S, Andr.) Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Χωρίς μάχη, ειρηνικά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμαχα [ámaxa] adv, (region. [I
- onIsl, Crete, Peloponn etc] & Kazantz, Prevelakis) quietly, serenely, peacefully (syn αθόρυβα, ήσυχα):
- ~ κι ατάραχα (Crete, Peloponn) |
- το βόδι σκύφτει στο αλωνικό, σα να 'ταν παχνί του, και παίρνει και βόσκεται ~ κι ατάραχα (Prevelakis) |
- poem ~ φραίνουντα ο πολύπαθος την άγια ετούτην ώρα (Kazantz Od 1.127) |
- ... χλωμογελάει στο νου του | κι ατάραχα, ~ κατέβηκε στου γύπνου τα περβόλια (ib 10.575)
[fr LMG άμαχα (Somavera), der of άμαχος]
- onIsl, Crete, Peloponn etc] & Kazantz, Prevelakis) quietly, serenely, peacefully (syn αθόρυβα, ήσυχα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμαχαίρωτος, -η, -ο [ama érotos]
- not knifed (ant μαχαιρωμένος):
- όρμησαν δυο κ' επετέθησαν στους ανθρώπους με μαχαίρια· έμειναν δυο μαχαιρωμένοι στον τόπο και άλλοι έτρεξαν αμαχαίρωτοι
[cpd w. *μαχαιρωτός bes μαχαιρω-μένος: μαχαιρώνω; however, μαχαιρωτός (Galen & ModG 'knife-shaped', der of μάχαιρα w. suff -ωτός]
- not knifed (ant μαχαιρωμένος):



