Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άμαθος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
άμαθος, επίθ.
  • Aδαής, άπειρος:
    • άμαθοι του πολέμου (Xρον. σουλτ. 14119).

[<στερ. α‑ + μαθαίνω ή <αρχ. επίθ. αμαθής. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άμαθος -η -ο [ámaθos] Ε5 : (για πρόσ.) που δεν έχει γνώσεις, ιδίως πείρα, σχετικά με κτ. ANT μαθημένος. α. άπειρος: Είσαι ~, καημένε, και δεν τα καταφέρνεις. Mικρή κι άμαθη καθώς ήταν παρασύρθηκε εύκολα. β. ασυνήθιστος: Είναι κάποιος ~ από κτ. / σε κτ. Είναι ~ στο πιοτό / στο κρύο / στη δουλειά / στις κακουχίες / από φτώχεια.

[μσν. άμαθος < α- 1 μαθ- (μαθαί νω) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άμαθος1 [ámaθos] ο,
  • ignorant person (syn in αμαθής1):
    • πρέπει να αποφεύγονται παρανοήσεις από τους άμαθους |
    • η κρίση, που συντελείται με μια υπαγωγή ενός έργου τέχνης σε έναν από τους a priori κανόνες, είναι η πιο εύκολη κρίση, γι' αυτό και ασκείται, και τόσο συχνά από τους άμαθους (Tsatsos) |
    • poem ο φαντασμένος, ο ~ κι ο ψεύτης είν' ο οχτρός, | πιο άγριος κι απ' τον Kιουταχή κλ (Palam) |
    • και στον ακάτεχο, τον άμαθο | και το δειλό για τα ταξίδια | τα μακρινά σε φωτοθάλασσες, | μα και σ' αβυσσολίμνες ίδια, || το θάρρος και την αυταπάρνηση | μου δώκατε, για να πετάξω (Skipis)

[substantiv. m of άμαθος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
άμαθος2, -η, -ο [ámaθos]
  • ① pass not having been learned, unlearned, or incapable of being learned (syn αμάθητος2 1):
    • poem ... και στο σκολειό του κόσμου | μια δύναμη έγινε σ' εμέ δασκάλισσα για μένα | και μόμαθε τα γράμματα που είν' άμαθα απ' τους άλλους (Palam)
  • ② not having learned, unlearned, ignorant (syn in αμαθής2 1, αμάθητος2 2, αδαής):
    • αρχινάς ~ και μαθαίνεις |
    • ~ από δουλειά |
    • ήμουν ~ στον πόλεμο |
    • άνθρωποι όχι άμαθοι από πάλη |
    • παιδί ανήμερο κι άμαθο από ντουφέκι |
    • ~, πρωτόπειρος λαός |
    • οι Πελοποννήσιοι και οι άλλοι άμαθοι και άπραγοι στα πολιτικά (Makryg) |
    • ήμουν ~ από τέτοια (id.) |
    • ό,τι δεν είναι σοφό, είναι άμαθο; what is unskilled is ignorant? (Theodorakop transl of Plato Symp. 202) |
    • ~ κι ανεπρόκοπος λαός (Panagiotop) |
    • μικρός τότε κι ~ εγώ γεννημένος στο χωριό (SPasagiannis) |
    • το πρώτο αντάριασμα του ποιητή (του Παλαμά) μπροστά στον τυφλό φανατισμό άμαθων και στενόψυχων ρασοφόρων (Chourmouzios) |
    • poem και πήρεν όχλος ~ το πεζοδρόμο τρίκλισμα | για το τραγούδι το χρυσόφτερο (Palam) |
    • έτσι άχαρη με ομόρφαινες κ' έτσι άμαθη -για κοίτα- | μέσ' τη ματιά σου διάβαζα της ζωής την αλφαβήτα (Ritsos)
  • ⓐ unfamiliar w. sth, socially or culturally inexperienced (syn άβγαλτος, αμάθητος2 2b, ανέβγαλτος, ασυνήθιστος):
    • ο ~ κοσμάκης, ο απλός απλοϊκός κι ~ άνθρωπος |
    • ~ και πρωτάρης |
    • κορίτσι άβγαλτο κι άμαθο |
    • ντροπαλός κι ~ από τραπέζια (συμπόσια) |
    • πρωτόβγαλτη, άμαθη κοπέλα |
    • άμαθη ακόμη κόρη |
    • αγνό παλληκάρι, άμαθο |
    • άμαθο κι άπραγο σκυλί |
    • άμαθα βόδια |
    • ~ από τέχνη |
    • άμαθη από σκληραγωγία, στενοχώριες, φτώχεια |
    • άμαθοι από καραβήσιο κουμάντο |
    • prov άμαθος από παλάτι | είδε φούρνο κ' εθαμάχτη (Loukatos) |
    • ~ βρακί έβαλε, σε κάθε πόρτα το 'σχιζε (Kontogiannis) |
    • βροχή! κάλλιο να πάρει τη νιτσεράδα ο Aργύρης, που είναι κι ~! (Panagiotop) |
    • άμαθα τα χέρια, άρρωστα τα ποδάρια, ματώνουν από τα ξυλοκάρφια της θεόρατης σκάλας (Chourmouzios) |
    • poem και χάιδεψε τον άμαθο του καλυβιού σου αγέρα, | φλογέρας αργολάλημα παραπονετικής (Palam) |
    • άμαθο που 'ναι από χτυπιές το σώμα σου, κ' εμένα | όχι; (Stavrou Ar) |
    • φοβάσαι ακόμα ... | μη βρουν αστεία την άμαθη ψυχή σου και γελάσουν (Stasinop)
  • ⓑ synced ~ φόβος, e.g. βύζαινα και της μητέρας τον άμαθο φόβο και των αδερφάδω μου τη μαρτυρική προσήλωση (Palam)

[fr MG άμαθος, cpd w. μαθός ← μαθών, pt of aor έμαθον: μανθάνω; cf also παθός ← παθών]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες