Παράλληλη αναζήτηση
| 8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άλωνα η.
-
- Aλώνι:
- (Διήγ. παιδ. 596), (Φυσιολ. (Zur.) XVI 146).
[αρχ. ουσ. άλων η. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Aλώνι:
[Λεξικό Κριαρά]
- αλωνάδα η.
-
- Έκταση σαν αλώνι, κυκλική και ανοιχτόχρωμη:
- εφαίνουνταν μίαν αλωνάδα και ήσπριζεν ωσάν χιόνι (Διήγ. πανωφ. 55).
[<ουσ. αλώνι + κατάλ. ‑άδα]
- Έκταση σαν αλώνι, κυκλική και ανοιχτόχρωμη:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλωνάκι [alonáci] το,
- ① little threshing floor:
- ανάμεσα στις μυγδαλιές άνοιγε ένα ολοστρόγγυλο ~ (Christomanos) |
- παρέκει βρισκόταν το ~ μιανής χήρας, φτωχό το κακορίζικο με μια μονάχη θημωνιά (Prevelakis) |
- poem τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το ~ (i.e. Messolongi) (Solom) |
- κάτω στης μαργαρίτας τ' ~ | στήσαν χορό τρελό τα μελισσόπουλα (Elytis)
- ② region. children's game played in diverse ways
[der of αλώνι w. suff -άκι]
- ① little threshing floor:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλωνάρης ο [alonáris] Ο11 : (λαϊκότρ.) 1. ο αλωνιστής. 2. Aλωνάρης, ο μήνας Iούλιος.
[αλών(ι) -άρης]
[Λεξικό Κριαρά]
- Αλωνάρης ο.
-
- O μήνας Iούλιος, κατά τον οποίο γίνεται το αλώνισμα:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 28813).
[<ουσ. αλώνι + κατάλ. ‑άρης. H λ. και σήμ. λαϊκ.]
- O μήνας Iούλιος, κατά τον οποίο γίνεται το αλώνισμα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλωνάρης [alonáris] ο,
- ① thresher (syn αλωνιστής) region. & lit:
- συναχτήκανε οι χωριανοί κι ακούνε το Δεσπότη, ζευγάδες, περβολαραίοι, μεροκαματιάρηδες, αλωνάρηδες, λιχνιστάδες κλ. (Petsalis-D)
- ② Thresher, i.e. the month of July (syn αλωνιστής 2, Iούλιος):
- gnom που μοχτάει το χειμώνα χαίρεται τον αλωνάρη (of the working farmer) |
- κότα, πίτα το Γενάρη | και παπί τον αλωνάρη (τρώγε understood) |
- poem να κι ο ~, δουλευτής· όπου σταθεί, όπου γείρει, | τον κατατρέχει το λιοπύρι (Palam)
[fr LMG αλωνάρης 'July', der of αλώνιν]
- ① thresher (syn αλωνιστής) region. & lit:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλωναριάτικα [alonarjátika] adv, region.
- in the month of July:
- κίνησε ~ να πάει ταξίδι
[der of αλωναριάτικος]
- in the month of July:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλωναριάτικος, -η, -ο [alonarjátikos] region. (Kephall,
- Sterea etc) of or pertaining to July:
- ~ γάμος
[der of αλωνάρης w. suff -άτικος]
- Sterea etc) of or pertaining to July:



