Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άλφα-άλφα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
άλφα-άλφα1 [álfa álfa] το,
  • the peak, ne plus ultra, the utmost:
    • είναι το ~ της αθλιότητος

[fr the adj use; s. άλφα-άλφα2]

[Λεξικό Γεωργακά]
άλφα-άλφα2 [álfa álfa] adj A1,
  • first-rate, exceptional, exquisite (syn πρώτης γραμμής, εξαιρετικός, περίφημος):
    • το βούτυρο είναι ~, μοσκοβολάει |
    • να είσαι ~ σ' όλα σου (Terzakis) |
    • μου χάλασε μια δουλειά ~ ετούτη η εκδρομούλα (AKotzias)

[fr adj άλφα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go