Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλουστος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άλουστος -η -ο [álustos] Ε5 : που δεν είναι λουσμένος: Είναι μια βδομάδα ~.

[μσν. άλουστος < α- 1 λουσ- (λούζω) -τος (πρβ. αρχ. ἄλουτος)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άλουστος1 [álustos] ο,
  • unwashed person:
    • prov ηύραν οι άπλυτοι νερό κ' οι άλουστοι σαπούνι

[substantiv. m. of άλουστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άλουστος2, -η, -ο [álustos]
  • unwashed, unbathed (syn άνιφτος, άπλυτος, ant λουσμένος, πλυμένος):
    • ~ και βρώμικος |
    • μόλις ξύπνησε κ' είναι ~ ακόμα |
    • έχω άλουστο το κεφάλι μου |
    • άλουστα μαλλιά unwashed hair |
    • poem τι ντράπηκε ~ στην αγαπώ κι αχτένιστος να πάει (Kazantz Od 21.61) |
    • στη βουβή σας πορεία καθώς πάτε |...| άντυτοι, άλουστοι, ξάγρυπνοι, αξούριστοι κλ (Sikel) |
    • ... στ' άλουστα μαλλιά του ήταν στάχτες και σταγόνες δροσιάς (Ritsos)

[fr MG άλουστος (gloss.), der of *λουστός (cf K λουστέον, οἱ κατα-λουστ-ικοί): λούω; cf AG ἄλουτος: *λουτός bes K, PatrG λουτέον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες