Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άλογον
7 items total [1 - 7]
[Λεξικό Κριαρά]
άλογον το· άλογο.
  • 1) Ίππος:
    • (Xρον. Mορ. H 2492).
  • 2) (Mετων.) ιππασία:
    • Ήτονε στ’ άλογο καλός (Tζάνε, Kρ. πόλ. 4063).

[μτγν. ουσ. άλογον. O τ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλογόνο το [aloγóno] & αλατογόνο το [alatoγóno] Ο39 (συνήθ. πληθ.) : (χημ.) ονομασία ομάδας του περιοδικού συστήματος στοιχείων που περιλαμβάνει το φθόριο, το χλώριο, το βρόμιο, το ιώδιο και το άστατο: Iδιότητες / χρήσεις των αλογόνων. Λάμπες αλογόνου.

[αλο-: λόγ. < γαλλ. halogène < αρχ. ἁλ- (ἅλς) `αλάτι΄ -ο- + -gène = -γόνον· αλατο-: λόγ. μτφρδ. με βάση την αρχ. γεν. ἅλατ(ος)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλογόνο [aloγóno] το, usu pl αλογόνα τα, (L) chem
  • halogen (syn αλοτογόνο)

[substantiv. n of adj αλογόνος, i.e. for αλογόνον στοιχείον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλογονοξέα [aloγonokséa] τα, chem
  • halogens (syn αλογόνα)

[cpd of adj αλογόνος & noun οξύ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλογονουρά s. αλογοουρά.
[Λεξικό Γεωργακά]
αλογονταρντάνα [aloγodardána] η,
  • equine influenza

[cpd w. νταρντάνα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλογόνωση [aloγónosi] η, (& L αλογόνωσις) chem
  • halogenation

[der of adj αλογόνος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go