Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άλλαντα τα [álanda] Ο40 : (λόγ.) αλλαντικά.
[λόγ. < αρχ. πληθ. ἀλλᾶντες (από τα λατ.), σφαλερή δημιουργία με βάση τα σύνθ. αλλαντοπώλης, αλλαντοποιός (ουδ. πληθ. κατά τα λουκάνικα)]



