Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλεφ [álef] το,
- the first letter of the Hebrew alphabet, counterpart to the Greek alpha, aleph
[fr ByzG άλεφ, which fr Hebr aleph, prob var of eleph 'ox']
[Λεξικό Κριαρά]
- αλέφαντας ο,
- βλ. ελέφας.
[Λεξικό Κριαρά]
- αλεφάντινος, επίθ.,
- βλ. ελεφάντινος.



