Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλβατρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άλβατρο [álvatro] το, orn
  • albatross (syn άλμπατρος, L διομήδεια):
    • poem αεροκρέμαστο ~ τον είδα | γης κι άβυσσος ανάμεσα να στέκη (Palam)

[fr Eng albatross, var of algatross 'frigate bird' ← Portug, Span]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες