Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άκτιστος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
άκτιστος, επίθ.
  • Που δεν δημιουργήθηκε κάποτε, που υπάρχει ανέκαθεν, «αναλλοίωτος εισάπαν»:
    • (Σφρ., Xρον. 1869).

[μτγν. επίθ. άκτιστος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άκτιστος -η -ο [áktistos] Ε5 : 1.(λόγ.) άχτιστος. 2. (θεολ.) που δεν έχει δημιουργηθεί, αδημιούργητος: Άκτιστες ενέργειες του Θεού. Άκτιστο φως, το λαμπρό φως που περιβάλλει τους ησυχαστές όταν βρίσκονται σε έκσταση.

[λόγ. < ελνστ. ἄκτιστος `αδημιούργητος΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
άκτιστος, -ος, -ο(ν)[áktistos]
(L, Christ theol)
  • uncreated
    • : το άκτιστον πνεύμα, το άκτιστον φως

[fr PatrG ἄκτιστος; cf άχτιστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμαγάριστος, -η, -ο [amaγáristos]
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες