Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άκου
138 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
άκου [áku]
  • hear, hark, listen!; 2 sg pres imper of ακούω, q.v.
[Λεξικό Γεωργακά]
ακουαβίτα [akuavíta] η,
  • strong liquor, as brandy, whiskey, ouzo

[fr It acqua vite, acquavite]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακουαμαρίνα η [akuamarína] Ο25 : ημιπολύτιμος λίθος με γαλάζιο ή γαλαζοπράσινο χρώμα.

[ιταλ. acquamarina]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακουαμαρίνα [akuamarína] η, mining
  • aquamarine, beryl (syn βήρυλλος)

[fr Lat aqua marina 'sea water' or It acquamarina]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακουαρέλα η [akuaréla] Ο25 : 1.χρώμα που έχει ως βάση την κόλλα· (πρβ. νερομπογιά): Zωγραφίζει με ακουαρέλες. 2. ΣYN υδατογραφία. α. τεχνική ζωγραφικής που χρησιμοποιεί χρώματα ακουαρέλας. β. πίνακας ζωγραφισμένος με την παραπάνω τεχνική.

[βεν. aquarela]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακουαρέλα [akuaréla] η, paint.
  • watercolor (painting), aquarelle (syn υδατογραφία):
    • χρώματα ακουαρέλας water colors (syn νερομπογιές) |
    • (ο Nτύρερ) ζωγράφισε ένα ειδύλλιο, όμοιο με τις τρυφερές ακουαρέλες φυσικών τοπίων της περιόδου του ιταλικού ταξιδιού του (Kanelop) |
    • άξαφνα στο φόντο τ' ουρανού ... διαγράφηκαν σαν τρεμουλιαστές και αβέβαιες πινελιές ακουαρέλας οι μαύρες γραμμές γοτθικών καμπαναριών και μεσαιωνικών πυργίσκων μητροπόλεων (Ouranis) |
    • poem σα να κοιτάς την ίδια ~ |
    • με φως αλλού πυκνό κι αλλού αραιό (Xydis)

[fr Fr aquarelle or directly fr It (now obsol) acquarella]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακουαρελίστας ο [akuarelístas] Ο3 θηλ. ακουαρελίστα [akuarelísta] Ο25 : ζωγράφος που ζωγραφίζει με χρώματα ακουαρέλας.

[ιταλ. acquarellista -ς· ακουαρελ(ίστας) -ίστα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακουαρελίστας [akuarelístas] ο, paint.
  • watercolor painter, watercolorist, aquarellist (syn υδατογράφος, ζωγράφος σε ακουαρέλες or νερομπογιές or υδατογραφίες):
    • και τα βουνά παραπέρα σα να είναι από τεχνίτη ακουαρελίστα απαλοζωγράφιστα, μισόσβηστα. Tρέλα (Palam)

[fr Fr aquarelliste]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακουάριο το [akuário] Ο42 & ακουάριουμ το [akuárium] Ο (άκλ.) : ενυδρείο.

[λόγ. < ιταλ. acquario· κατά την ετυμ. του ιταλ. acquario < λατ. aquarium `δεξαμενή΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακουάριο [akuário] το,
  • aquarium (syn ενυδρείο):
    • τύλιγαν το Nείλο κλ μ' ένα είδος γαλάζιας άχνας ―του μυστηριώδους εκείνου γαλάζιου που έχουν τα νερά στα ακουάρια (Ouranis) |
    • τα φυλλώματά τους γυάλιζαν μέσα στη βροχή ... με τη θαμπή εκείνη γυαλάδα των θαλάσσιων φυτών ενός ακουάριου (id.)

[fr It acquario ← Lat aquarium]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...14   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες