Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άκοπα, επίρρ.
-
- Χωρίς κόπο:
- (Παράφρ. Μανασσ. B 300).
[<αρχ. επίθ. άκοπος (και σήμ.). Η λ. και σήμ.]
- Χωρίς κόπο:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκοπα1 [ákopa] adv,
- without labor, effortlessly (syn ακάματα, ακαταπόνητα, χωρίς κόπο, ακόπιαστα, ακούραστα 2, άνετα, ξεκούραστα, ant με κόπο, μοχθώντας):
- εκαζάντισε ~ |
- τρώει το ψωμί ~ |
- κρεμάστηκε απάνου σου για να μπορή να σε πνίξη ~ (Palam) |
- τον ανεβάζουν ευκολότερα, ακοπότερα στα ύψη (id.) |
- σκόρπισε τ' αγαθά που απόχτησε ~ (Vlachogiannis) |
- απ' όσα ειπώθηκαν βγαίνει ~ το συμπέρασμα πως (Chourmouzios) |
- (οι πειρατές του βυθού) ψαρεύουν ~ με δυναμίτη κ' εξολοθρεύουν τον ζωντανό πλούτο της θάλασσας (Ploritis) |
- αυτό μπορεί να γίνεται απλούστερα, ακοπότερα και φτηνότερα (PSolomos) |
- poem εδώ μπορείς να φτάσης ~, |
- πριν από τις πινακίδες με το αλτ! (NAdamantiadis)
[fr MG άκοπα, der of άκοπος1]
- without labor, effortlessly (syn ακάματα, ακαταπόνητα, χωρίς κόπο, ακόπιαστα, ακούραστα 2, άνετα, ξεκούραστα, ant με κόπο, μοχθώντας):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκοπα2 [ákopa] adv, region. & poet
- uninterruptedly, constantly (syn in αδιάκοπα):
- poem στους κάμπους πλούσια κι ~ |
- στα πράσινα λιβάδια |
- τα ζωντανά κοπάδια |
- βελάζουν και πηδάν (Vilaras) |
- τρέχει στη ρίζα σου νεράκι κρύο, |
- βυζαίνεις ~ την καταχνιά (Valaror) |
- θα μείνω εδώ! Xιονιά κι ανεμοζάλη |
- του κάκου τη φωλιά μου ~ δέρνει (Markoras) |
- στα σκοτεινά τα μέλη της, αργά πολύ απλωμένα, |
- της τ' ανεμίζουν ~ τα μυστικά φτερά (Sikel)
[der of άκοπος2]
- uninterruptedly, constantly (syn in αδιάκοπα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακοπάνιστα [akopánista] adv
- without pounding or being pounded.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακοπάνιστος -η -ο [akopánistos] Ε5 : 1.για κτ. που δεν το κοπάνισαν για να το τρίψουν ή για να το σπάσουν σε μικρά κομματάκια, που δεν είναι κοπανισμένο: Aκοπάνιστο πιπέρι. Aκοπάνιστα αμύγδαλα. 2. (σπάν.) που δεν τον χτύπησαν δυνατά με κόπανο.
[α- 1 κοπανισ- (κοπανίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακοπάνιστος, -η, -ο [akopánistos] (& ακοπάνητος & region. ακοπάνιγος)
- ① not pounded (w. a crusher or pestle) (ant κοπανισμένος, κοπανιστός, αστούμπιστος):
- αλάτι, πιπέρι ακοπάνιστο |
- αραποσίτι ακοπάνιστο |
- ακοπάνιστη ζάχαρη |
- ~ λιναρόσπορος |
- ακοπάνιστο χταπόδι |
- ελιές ακοπάνιστες (syn ατσάκιστες) |
- ρούχα, μαλλιά ακοπάνιστα
- ② not beaten, of person (syn αξύλιστος, ant ξυλοδαρμένος)
- ⓐ undefeated
- ⓑ unreproached:
- δεν τον άφησα ακοπάνιστο
- ③ not castrated, of animals (syn αμουνούχιστος):
- τράγος ~, κριάρι ακοπάνιστο |
- ποιος είδε τέτοιο ακοπάνιστο ταυρί; (Prevelakis) |
- ήτανε κ' οι δώδεκα στάμενοι άντρες, πετσωμένοι και καπυροβολούσαν σαν ακοπάνιστα ταυριά (id.)
[cpd w. κοπανιστός: κοπανίζω]
- ① not pounded (w. a crusher or pestle) (ant κοπανισμένος, κοπανιστός, αστούμπιστος):