Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άκεφος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άκεφος -η -οkefos] Ε5 : που δεν έχει κέφι, καλή διάθεση· κακόκεφος*. ANT κεφάτος: Πολύ άκεφο σε βλέπω, μήπως έχεις σκοτούρες ή μήπως δεν αισθάνεσαι καλά; άκεφα ΕΠIΡΡ χωρίς κέφι, χωρίς καλή διάθεση ή χωρίς προθυμία: Tα παιδιά τραγουδούσαν ~. Δουλεύει πολύ ~.

[α- 1 κέφ(ι) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άκεφος, -η, -ο [ácefos]
  • moody, dispirited, depressed, despondent; unmirthful, mirthless, cheerless (syn & ant in άθυμος):
    • είμαι ~ (syn είμαι στις κακές μου) |
    • ανόρεχτος και ~ |
    • γέλιο άκεφο mirthless laughter (syn βεβιασμένο γέλιο) |
    • ήταν συλλογισμένη και άκεφη |
    • αγουροξυπνημένοι όλοι και άκεφοι |
    • βλέπω τα ψάρια ... όσα γλυτώσανε να γυρίζουν άκεφα, φλομωμένα κι αρρωστημένα (Melas) |
    • μα σε τι άκεφη ώρα πρέπει να βρισκότανε αυτός ο λαός, που φαντάστηκε το τζιτζίκι ... καταδικασμένο να λαλή ώσπου να σκάση (id.) |
    • ο ~ άνθρωπος κάνει κι αυτός οικονομία στις δυνάμεις του, αλλά ... το παρακάνει (Moustoxydis)

[cpd w. κέφι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες