Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: άκαμπτα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
άκαμπτα [ákampta] adv
  • unbendingly, unyieldingly, obdurately, rigidly:
    • ατσάκιστα (κοιμόμουν) με το σώμα ακροβατικά και ~ τεντωμένο σε τρεις-τέσσερες καρέκλες (Ouranis)

[der of άκαμπτος; cf AG δυσκάμπτως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go